- φρυγίνδα
- φρῡγ-ίνδα παίζειν, playA with roasted beans, Poll.9.110,114, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρυγίνδα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «παιδιᾱς εἶδος διὰ κυάμων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + επιρρμ. κατάλ. ινδα (πρβλ. βασιλ ίνδα)] … Dictionary of Greek